γίγγλυμος

γίγγλυμος
γίγγλυμος
Grammatical information: m.
Meaning: `hinge, joint, pivot, gudgeon' (X., Epid.).
Other forms: Also γιγγλυμός; and γύγλ- (ap. Frisk), γιγλύμιον (ap. Frisk), not in LSJ
Derivatives: γιγ(γ)λύμιον (Anthem.), γιγγλυμώδης (Arist.), γιγγλυμωτός (Ph.), γιγγλυμόομαι (Hp.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical termin of unknown origin (cf. Schwyzer 423). Not with H. Petersson Griech. und lat. Wortstud. 8f. to OIr. glūn `knee' etc.). Prob. Pre-Greek (note the prenasal., ι\/υ).
Page in Frisk: 1,306

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γιγγλυμός — γίγγλυμος hinge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίγγλυμος — hinge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίγγλυμος — ο (Α γίγγλυμος και γιγγλυμός) γωνιώδης άρθρωση, κλείδωση που επιτρέπει κίνηση κατά ένα άξονα (όπως η άρθρωση τού αγκώνα) αρχ. 1. στρόφιγγα, μεντεσές πόρτας, παραθύρου ή άλλου αντικειμένου 2. πόρπη 3. σύνδεσμος, κούμπωμα στον θώρακα τής πανοπλίας… …   Dictionary of Greek

  • γιγγλυμοί — γίγγλυμος hinge masc nom/voc pl γιγγλυμόομαι to be hinge jointed pres subj mp 2nd sg γιγγλυμόομαι to be hinge jointed pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλυμῶν — γίγγλυμος hinge masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλύμοις — γίγγλυμος hinge masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλύμου — γίγγλυμος hinge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλύμους — γίγγλυμος hinge masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλύμῳ — γίγγλυμος hinge masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίγγλυμοι — γίγγλυμος hinge masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίγγλυμον — γίγγλυμος hinge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”